Page 7 - Η Χρυσή Βροχή
P. 7

Είχε τόσο κόσμο, που ήταν αδύνατο να κάνει
                                       κάποιο βήμα.
                          Βρέθηκε στριμωγμένη ανάμεσα σε
                    ανθρώπους, που φαίνονταν κουρασμένοι και
                     αγέλαστοι.  Παρατηρούσε τα ανέκφραστα
                       πρόσωπά τους και σκεφτόταν πως, όταν

                    βρεθεί στην άλλη άκρη του πλανήτη, εκεί οι
                           άνθρωποι θα είναι διαφορετικοί.
                                  Θα είναι χαρούμενοι.
                     Η διαδρομή έμοιαζε να είναι ατελείωτη.  Οι
                     πόρτες ανοιγόκλειναν, άνθρωποι έμπαιναν

                     και έβγαιναν. Όμως εκείνη παρέμενε εκεί,
                          εγκλωβισμένη, χωρίς να μπορεί να
                    διαμαρτυρηθεί, χωρίς να μπορεί να ψιθυρίσει
                           πως ένιωθε μια ζάλη και πως όλα
                    σκοτείνιαζαν γύρω της. Σε λίγο, το σώμα της

                     σωριάστηκε ανάμεσα στα πόδια άγνωστων
                                        ανθρώπων.
                    “Ανοίξτε ένα παράθυρο!”, φώναξε κάποιος.
                               “Το κορίτσι λιποθύμησε!”.
                    Ο οδηγός του λεωφορείου έκανε έναν ελιγμό

                          προς τα δεξιά και σταμάτησε χωρίς
                                      καθυστέρηση.
                     Κάποιοι επιβάτες κατέβηκαν και βοήθησαν
                   να την ξαπλώσουν πάνω σ’ ένα παγκάκι, που
                     βρισκόταν εκεί κοντά. Έκαναν χώρο γύρω
                        της, έριξαν νερό στο πρόσωπό της και

                                 περίμεναν να συνέλθει.





                                              4
   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12